Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο"

Transcript

1 1 Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Τμήμα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ για τις ανάγκες των μαθημάτων: ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΉ και ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ (Διδακτικός Σχεδιασμός) ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ Κατερίνα Κεδράκα Επικ. Καθηγήτρια Διδακτικών και Επαγγελματικών Δεξιοτήτων των Βιοεπιστημόνων Τμήμα ΜΒΓ-ΔΠΘ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ,

2 2 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΔΑΚΤΙΚΈΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ & ΜΕΘΟΔΟΙ...3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...3 ΝΕΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗΣ...4 Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΣΗΜΕΡΑ...5 ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ...7 Εκπαίδευση...7 Κατάρτιση...8 Η δια Βίου Εκπαίδευση και Κατάρτιση...9 ΟΡΙΣΜΟΙ ΕΝΝΟΙΩΝ...11 ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΜΑΘΗΣΗΣ...12 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΜΑΘΗΣΗΣ...15 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ...19 Η μέθοδος διδασκαλίας...19 Ο χώρος, όπου πραγματοποιείται η διδασκαλία...22 Ο χρόνος, τον οποίο έχουμε στη διάθεσή μας...23 Ο εκπαιδευτικός...23 Αντιμετώπιση ορισμένων καταστάσεων μέσα στην τάξη...25 Οι εκπαιδευόμενοι...26 Ψυχολογικά και εξελικτικά χαρακτηριστικά των εφήβων μαθητών...27 Ο σκοπός και οι στόχοι του μαθήματος...28 Η προς μάθηση ύλη (το περιεχόμενο της μάθησης)...30 Τα διδακτικά μέσα και οι εκπαιδευτικές τεχνικές που χρησιμοποιούμε...30 Η ποιότητα της επικοινωνίας εκπαιδευτικού-μαθητών...41 Αξιολόγηση της διδακτικής διαδικασίας...44 ΠΩΣ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ...46 ΕΠΙΛΟΓΟΣ...48 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

3 3 ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ & ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εποχή μας καθορίζεται από ταχύτατες αλλαγές, τεράστιες επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, τη διεθνοποίηση των αγορών και της γνώσης και την ευκολότερη επικοινωνία των κατοίκων ολόκληρης της Γης σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων τους. Είναι μια εποχή μάθησης και πρόσβασης στην πληροφόρηση, όπου οι γνώσεις και οι δεξιότητες χρειάζεται συνεχώς να ανανεώνονται και αποτελούν τα «κλειδιά» για την ανταγωνιστικότητα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας που έγινε το Μάρτιο του 2000 αποτελεί μία αποφασιστική στιγμή για την κατεύθυνση της πολιτικής και της δράσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα συμπεράσματά του επιβεβαιώνουν ότι η Ευρώπη κινείται προς την εποχή της γνώσης με όλες τις συνέπειες στην πολιτιστική, οικονομική και κοινωνική ζωή. Οι αλλαγές που γίνονται σήμερα στην Ευρώπη είναι συγκρίσιμες με αυτές που έγιναν κατά τη βιομηχανική επανάσταση. Η ψηφιακή τεχνολογία αλλάζει κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων, ενώ η βιοτεχνολογία ενδέχεται να αλλάξει μία μέρα και την ίδια τη ζωή. Το εμπόριο, τα ταξίδια και οι επικοινωνίες σε παγκόσμια κλίμακα διευρύνουν τους πολιτιστικούς ορίζοντες των ανθρώπων και αλλάζουν τους τρόπους που ανταγωνίζεται η μία οικονομία την άλλη. Η σύγχρονη ζωή παρέχει περισσότερες ευκαιρίες και επιλογές στα άτομα αλλά και μεγαλύτερους κινδύνους και αβεβαιότητες. Οι άνθρωποι έχουν την ελευθερία να υιοθετήσουν διάφορους τρόπους εκπαίδευσης και εργασίας, αλλά και την ευθύνη να διαμορφώσουν τη δική τους ζωή. Περισσότεροι άνθρωποι εκπαιδεύονται και καταρτίζονται επί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αλλά μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που έχουν επαρκή ειδίκευση και παραμένουν στην αγορά εργασίας και σε αυτούς οι οποίοι μένουν οριστικά στο περιθώριο. Ο πληθυσμός της Ευρώπης, εξάλλου, γερνά γρήγορα. Το γεγονός αυτό θα αλλάξει τη σύνθεση του εργατικού δυναμικού και τη ζήτηση για κοινωνικές, υγειονομικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Τέλος, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες εξελίσσονται σε διαπολιτισμικά μωσαϊκά. Αυτή η πολυμορφία παρέχει μεγάλες δυνατότητες για δημιουργία και καινοτομία σε όλους τους τομείς της ζωής. Ο ερχομός του νέου αιώνα έφερε μαζί του καινούργια επαγγέλματα και πρότυπα εργασίας. Όροι, όπως παγκοσμιοποίηση, συγχωνεύσεις εταιριών, αυξομειώσεις στα μεγέθη των επιχειρήσεων, τεχνολογική πρόοδος, περιγράφουν ποικίλες δυνάμεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες μεταβάλλουν τους παραδοσιακούς κανόνες που επί χρόνια έχουν ρυθμίσει την επαγγελματική μας ζωή. Τα νέα τεχνολογικά μέσα μεταβάλλουν ριζικά τον τρόπο διάδοσης των επιστημονικών γνώσεων και των πληροφοριών, επηρεάζοντας, έτσι, και την οργάνωση της εκπαίδευσης, της εργασίας, της παραγωγής και γενικότερα την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων. Εμφανίζονται νέες πρακτικές οργάνωσης της εργασίας, που περιλαμβάνουν όλο και πιο σύνθετες μορφές εργοδοσίας (όμιλοι επιχειρήσεων, κοινοπραξίες, δίκτυα, υπεργολαβίες). Το έργο δεν 3

4 4 προσφέρεται πάντα στο χώρο απασχόλησης. Το ωράριο εργασίας έχει αρχίσει να διαφοροποιείται, ανάλογα με τις εξατομικευμένες ανάγκες και απαιτήσεις εργοδοτών και εργαζομένων. Ορισμένοι μιλούν για το τέλος των μηνιαίων αποδοχών και την υιοθέτηση ενός πιο ευέλικτου σχήματος, όπου το ζητούμενο έργο θα ανατίθεται σε «πακέτα εργασίας» και θα αμείβεται κατ αποκοπή, δηλαδή ο εργαζόμενος θα αμείβεται παραδίδοντας το προϊόν της δουλειάς του στον συμφωνημένο χρόνο. Με άλλα λόγια, η μισθωτή απασχόληση και η αυτοαπασχόληση τείνουν να συγκλίνουν και έχουν εμφανιστεί νέου τύπου σχέσεις εργασίας, όπως η τηλεργασία, το τηλεμπόριο, η ανάθεση έργου σε εξωτερικούς συνεργάτες, κτλ. Το ζητούμενο είναι η παραγωγή υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού, που θα μπορεί να παρακολουθήσει επιτυχώς τις εξελίξεις της κοινωνίας, της τεχνολογίας και της επιστήμης. ΝΕΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗΣ Ο κόσμος της εργασίας μεταβάλλεται με ολοένα και ταχύτερο ρυθμό και οι εξελίξεις στο χώρο της κοινωνίας, της οικονομίας, της βιο-τεχνολογίας και της επιστήμης έχουν αλλάξει εντελώς τα πρότυπα της εργασιακής και κοινωνικής μας ζωής. Ο ρυθμός με τον οποίο πραγματοποιούνται οι επιστημονικές, τεχνολογικές και κοινωνικές μεταβολές δεν αφήνει περιθώρια ούτε στις κοινωνίες ούτε στα άτομα για επαγγελματική επανάπαυση και αδράνεια. Σύγχρονοι μελετητές εκτιμούν ότι η έννοια της εργασίας στο μέλλον δεν θα είναι πια η ίδια και ορισμένοι αναφέρουν ότι έχει εμφανιστεί μία νέου τύπου «ανθρώπινη ευφυΐα», δηλαδή ένα σύνολο γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων, που αποτελούν το στρατηγικό περιουσιακό στοιχείο κάθε ατόμου. Τα σύγχρονα επαγγελματικά περιβάλλοντα στο διεθνοποιημένο τοπίο της οικονομίας και της αγοράς εργασίας προβάλλουν νέες απαιτήσεις σε γνώσεις και δεξιότητες, δηλ. τα άτομα χρειάζονται ολοένα περισσότερη εκπαίδευση, σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Στο ψήφισμα του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 1999, οι Υπουργοί Παιδείας της ΕΕ προσδιόρισαν την ποιότητα της μάθησης ως θέμα προτεραιότητας στο νέο μοντέλο εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι η εκπαίδευση αποκτά ιδιαίτερη σημασία και συνδέεται στενά με την εργασιακή πορεία του ατόμου και άρα, ο καθένας χρειάζεται να αναβαθμίσει τα προσόντα του στο πλαίσιο κάποιου κύκλου εκπαίδευσης/ κατάρτισης/ επιμόρφωσης/ αυτομάθησης. Στο πλαίσιο των ταχύτατων εξελίξεων και των αλλαγών που περιγράφτηκαν, όλοι οι πολίτες θα πρέπει να μπορούν να αποκτήσουν τη δυνατότητα πρόσβασης στη νέα γνώση, που όμως, παράγεται με τόσο γρήγορους ρυθμούς, ώστε η αποθησαύριση των μαθητικών και των φοιτητικών χρόνων απαξιώνεται πολύ γρήγορα. Σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μιλάει για έναν μέσο χρόνο ζωής της χρήσιμης γνώσης, που δεν ξεπερνά τα 10 χρόνια! Σήμερα αναγνωρίζεται ότι, εκτός από τη γνώση, η αρχική επένδυση για δεξιότητες και επαγγελματικά προσόντα δεν επαρκεί πλέον για όλη την ενεργό ζωή. Όσοι δεν έχουν αρχική κατάρτιση δεν εισέρχονται εύκολα στον κύκλο των ευκαιριών, ενώ άλλοι εξέρχονται από το σύστημα, επειδή τα προσόντα τους παύουν να έχουν ζήτηση 1. Η μακροχρόνια παραμονή σε κατάσταση ανεργίας δεν ενθαρρύνεται ούτε από τις εθνικές ούτε από τις ευρωπαϊκές πολιτικές. Αντίθετα, ενισχύονται τα συστήματα κατάρτισης και 1 βλ και Ηλιάδης,

5 5 επιμόρφωσης, ώστε οι άνεργοι να αποκτήσουν τα απαραίτητα προσόντα και να αυξήσουν τις πιθανότητες να βρουν δουλειά. Στο πεδίο των παιδαγωγικών επιστημών χαρακτηριστική και σημαντική στην εποχή μας είναι η μετάθεση του κέντρου βάρους από την προσφορά (δηλ. τους παραγωγούς της γνώσης: ακαδημαϊκούς κύκλους, εκπαιδευτικούς και επιμορφωτές) στη ζήτηση, στα άτομα και τις ανάγκες τους, που είναι οι αποδέκτες του μορφωτικού αγαθού (μαθητές, εκπαιδευόμενοι, φοιτητές, ενήλικοι). Αυτό υπαγορεύει νέες, ποιοτικά διαφορετικές εκπαιδευτικές προσεγγίσεις, όπου η επιδιωκόμενη μάθηση εστιάζεται στο «να μαθαίνουμε πώς να μαθαίνουμε» και αφορά όχι μόνον τους μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και μη συμβατικούς σπουδαστές (βλ. ενήλικους, εργαζόμενους άνεργους, όσους αλλάζουν επάγγελμα, κτλ). Η μάθηση δεν αποτελεί πλέον μια τυπική, αποσπασματική και μεμονωμένη ενέργεια, άμεσα συνδεδεμένη απαραίτητα με την πρόσωπο με πρόσωπο διδασκαλία, αλλά, μια εξατομικευμένη συστηματική ενημέρωση, παρακολούθηση, ζύμωση και εμβάθυνση στο γνωστικό αντικείμενο. Η διδασκαλία που κατά παράδοση αποτελεί τον πυρήνα της μάθησης, χάνει τον παραδοσιακό της χαρακτήρα και μετατρέπεται σε μια διαρκή επικοινωνία και προσωπική προσπάθεια, σε μια ζωντανή, δημιουργική διεργασία, όπου οι μαθητές συμμετέχουν, προβληματίζονται, εμπλέκονται και αλληλεπιδρούν προκειμένου να ανακαλύψουν τη γνώση, να αποκτήσουν δεξιότητες και να υιοθετήσουν στάσεις, με δυο λόγια να φτάσουν στη μάθηση (κι όχι απλώς να την επικαλούνται!). Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μια νέου τύπου εκπαιδευτική προσέγγιση, ώστε η μάθηση από τυπική διδασκαλία να γίνει μια ουσιαστική διαδικασία ανακάλυψης, επεξεργασίας, δημιουργίας και ανανέωσης της γνώσης. Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ 2 ΣΗΜΕΡΑ Ξαφνικά η εκπαίδευση δεν είναι μόνο μέλημα των ειδικών. Οι υπηρεσίες πληροφόρησης και τα μεγάλα μέσα επικοινωνίας έχουν εισβάλει στην καθημερινή μας ζωή, στερώντας από τους δασκάλους το παλαιότερο μονοπώλιό τους: την αποκλειστικότητα κατοχής της γνώσης!! Η εργασία του δασκάλου υπόκειται σήμερα σε κριτική, σε αμφισβήτηση, κάτι αδιανόητο στο παρελθόν. Ταυτοχρόνως, δεν υπάρχει πια γενική συναίνεση στην κοινωνία, στα παιδιά και στις οικογένειές τους ως προς το χαρακτήρα και τη χρησιμότητα της εκπαίδευσης που πρέπει να πάρουν oι μαθητές. Η στάση αυτή οφείλεται σε κοινωνικές αλλαγές και στον ανταγωνισμό των μέσων ενημέρωσης ως νέας πηγής πληροφόρησης, εμπειριών και αξιών. Οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζοντας ποικίλες και σύνθετες απαιτήσεις στη σύγχρονη κοινωνία του 21ου αιώνα, καλούνται να ανταπεξέλθουν με επιτυχία στο έργο τους στα πλαίσια της δημόσιας εκπαίδευσης που παρέχεται από το Ελληνικό κράτος. Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί στο σύνολό τους αποτελούν σημαντικό τροχό της εκπαιδευτικής διαδικασίας και αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να δίδεται μεγάλη προτεραιότητα στα θέματα που αφορούν στην επαγγελματική τους ανάπτυξη. Η επαγγελματική κατάρτιση και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών είναι μεγίστης 2 Με τον όρο «εκπαιδευτικός» αναφερόμαστε στην ιδιότητα του δασκάλου με την ευρύτερη έννοια, άσχετα αν πρόκειται για το δάσκαλο μικρών παιδιών, εφήβων, νέων, φοιτητών, τον εκπαιδευτή ή εμψυχωτή ενηλίκων, εργαζομένων, στελεχών, ανέργων, ΑμΕΑ ή ατόμων της τρίτης ηλικίας. 5

6 6 σημασίας για κάθε εκπαιδευτικό σύστημα. Ο σύγχρονος επιστημονικός προβληματισμός επιβάλλει τη θεώρηση του εκπαιδευτικού ως αυτόνομου επαγγελματία, ο οποίος πέρα από την κατοχή εξειδικευμένων επιστημονικών γνώσεων, σύγχρονων μεθόδων διδασκαλίας και άρτιας ψυχοπαιδαγωγικής επάρκειας οφείλει να σκέφτεται και να δρα σαν στοχαστικός επαγγελματίαςπεκπαιδευτικός, ο οποίος ξέρει πώς να αξιοποιεί τον αναστοχασμό σε όλα τα στάδια και τις προεκτάσεις του σύνθετου εκπαιδευτικού του έργου. Το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον εκπαιδευτικό κάθε βαθμίδας και τα ζητήματα που αφορούν την άσκηση του επαγγέλματός του, αποτελεί σήμερα κοινό χαρακτηριστικό της εκπαιδευτικής πολιτικής όλων των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημόνων. Η έρευνα, όμως, γύρω από την εργασιακή υπόσταση του εκπαιδευτικού, είναι κυρίως κοινωνιολογικού προσανατολισμού και είναι πολύ περιορισμένη. Αφορά, κυρίως, το εννοιολογικό περίγραμμα του επαγγέλματος (ή μη), ενώ οι θεωρήσεις του εκπαιδευτικού και του έργου του, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, κυριαρχούνται από τη νεφελώδη έννοια του «λειτουργού». Είναι αλήθεια ότι το έργο του εκπαιδευτικού είναι σύνθετο. Το «διδάσκειν» απαιτεί την απόκτηση και τη συνεχή ανατροφοδότηση και ανανέωση της γνώσης, η οποία θα πρέπει στη συνέχεια να μεταδοθεί με επιτυχία στους μαθητές, με ειδικό μάλιστα, τρόπο: μέσα από τις αρχές της παιδαγωγικής. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο εκπαιδευτικός είναι όχι μόνον φορέας γνώσης αλλά και παιδαγωγός και συμμέτοχος στην προσπάθεια για την απόκτηση της νέας ταυτότητας του αυριανού πολίτη, ενώ παράλληλα είναι εργαζόμενος και επιστήμονας. Στην Ελλάδα οι εκπαιδευτικοί είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιότητα που τους προσδίδει ορισμένα χαρακτηριστικά: υπόκεινται στον τρόπο δομής και λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, που διέπει καθοριστικά το εργασιακό τους πλαίσιο. Έτσι, το έργο του εκπαιδευτικού έχει δύο διαστάσεις: αυτήν του λειτουργήματος του δασκάλου και αυτήν του δημοσίου υπαλλήλου (με ό,τι συνεπάγεται η κάθε μία από αυτές). Ο επαμφοτερίζων αυτός χαρακτήρας του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού δημιουργεί προβλήματα και σύγχυση, τόσο στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, όσο και στους εργοδότες τους (δηλ. στο Υπουργείο Παιδείας και τους εκάστοτε Υπουργούς), στους μαθητές, στους γονείς τους, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Με απλά λόγια, ο εκπαιδευτικός σήμερα αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο ρόλο του ως λειτουργού του κοινωνικού συστήματος και στον ρόλο του ως υπαλλήλου της κρατικής μηχανής. Οι εκπαιδευτικοί μάλλον αρέσκονται να αυτό-αποκαλούνται λειτουργοί, εκτός αν αυτό δρα περιοριστικά στις δημοσιοϋπαλληλικές τους διεκδικήσεις και η πολιτεία, από την άλλη, ευχαρίστως τους αποκαλεί λειτουργούς, εφόσον αυτό δεν τη δεσμεύει σε παροχή υλικών και οικονομικών απολαβών. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την κατάσταση ως εξής: οι εκπαιδευτικοί είναι από τη μια παιδαγωγοί, με τη σημασία που αποδίδεται στο ρόλο αυτό σήμερα, και συγχρόνως εργαζόμενοι, με ορισμένα χαρακτηριστικά ως τάξη εργαζομένων. 6

7 7 ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Εκπαίδευση Ως εκπαίδευση ορίζεται η θεσμοθετημένη, συστηματική και οργανωμένη παιδαγωγική διαδικασία, που παρέχεται από την πολιτεία ή άλλο φορέα, με στόχο τη μετάδοση γνώσεων, την ανάπτυξη δεξιοτήτων των ανθρώπων, τη διαπαιδαγώγηση και κοινωνικοποίησή τους, με σκοπό την ομαλή ένταξη και δραστηριοποίησή τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Η εκπαίδευση μπορεί να είναι Γενική ή Επαγγελματική. Η Γενική Εκπαίδευση στοχεύει σε μια ευρύτερη και πολυμερή καλλιέργεια του νέου ατόμου, ενώ η Επαγγελματική Εκπαίδευση αποσκοπεί στην απόκτηση βασικών επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, σ ένα ευρύτερο κλάδο οικονομικής δραστηριότητας ή επαγγελμάτων. Η εκπαίδευση στη χώρα μας παρέχεται σε τρεις βαθμίδες του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος (Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια) και προσφέρει είτε γενική μόρφωση, είτε γενική και τεχνικο-επαγγελματική, φροντίζοντας παράλληλα για τη διαπαιδαγώγηση, την καλλιέργεια και την κοινωνικοποίηση των νέων ατόμων. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα περιλαμβάνει επίσης Διαπολιτισμικά Σχολεία για παιδιά που προέρχονται από άλλα εκπαιδευτικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα, καθώς και Σχολεία Ειδικής Αγωγής, όπου παρέχεται γενική αλλά και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση στους μαθητές με ειδικές ανάγκες. Η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση περιλαμβάνει την Προσχολική και τη Δημοτική Εκπαίδευση. Η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, σύμφωνα με τον Ν. 2525/97 παρέχεται σε δύο κύκλους: Τον πρώτο, ο οποίος περιλαμβάνει τα Γυμνάσια, και τον δεύτερο, ο οποίος περιλαμβάνει τα Λύκεια, Γενικά και Τεχνικά. Την δεκάχρονη (πλέον) Υποχρεωτική Εκπαίδευση στη χώρα μας αποτελούν το Νηπιαγωγείο (1 έτος) και το Δημοτικό Σχολείο (6 έτη) από την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και το Γυμνάσιο (3 έτη) από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Γυμνάσιο: Η φοίτηση στις 3 τάξεις του Γυμνασίου είναι υποχρεωτική μέχρι την επιτυχή ολοκλήρωσή της στην Γ τάξη ή μέχρι τη συμπλήρωση του 15 ου έτους της ηλικίας. Εκτός από τα Ημερήσια Γυμνάσια λειτουργούν και Εσπερινά, όπου εγγράφονται εργαζόμενοι μαθητές που έχουν συμπληρώσει το 14 ο έτος ηλικίας. Λειτουργούν επίσης Αθλητικά και Μουσικά Γυμνάσια σε ορισμένες πόλεις. Γενικό Λύκειο: Όσοι από τους μαθητές πάρουν το απολυτήριο της Γ Γυμνασίου, μπορούν να εγγραφούν στην Α τάξη του Γενικού Λυκείου (ΓΕΛ). Εκτός των Ημερησίων Γενικών Λυκείων λειτουργούν και Εσπερινά, όπου όμως η φοίτηση είναι τετραετής. Στην Α τάξη του Γενικού Λυκείου εφαρμόζεται πρόγραμμα μαθημάτων γενικής παιδείας, κοινό για όλους τους μαθητές. Στη Β τάξη και Γ τάξη λειτουργούν 3 Κατευθύνσεις (Θετική, Θεωρητική και Τεχνολογική). Στις τάξεις αυτές διδάσκονται μαθήματα γενικής παιδείας κοινά για όλους, καθώς και μαθήματα κατεύθυνσης. Στη Γ τάξη του Ενιαίου Λυκείου οι μαθητές διαγωνίζονται γραπτώς, σε πανελλήνιο επίπεδο, σε έξι μαθήματα. Τα Τμήματα και οι Σχολές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης 7

8 8 ταξινομούνται με βάση την επιστημονική τους περιοχή και κατατάσσονται σε πέντε Επιστημονικά Πεδία: 1) Ανθρωπιστικές, Νομικές και Κοινωνικές Επιστήμες, 2) Θετικές Επιστήμες, 3) Επιστήμες Υγείας, 4) Τεχνολογικές Επιστήμες και 5) Επιστήμες Οικονομίας και Διοίκησης. Επαγγελματικό Λύκειο: Η Τεχνική - Επαγγελματική Εκπαίδευση παρέχεται στα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ), με σπουδές που διαρκούν τρία χρόνια και περιλαμβάνουν επί μέρους Τομείς (όπως μηχανολογικός, ηλεκτρονικός, καλλιτεχνικών εφαρμογών, κατασκευών, οικονομίας και διοίκησης, κτλ) και αντίστοιχες Ειδικότητες. Στη χώρα μας λειτουργούν επίσης, Εσπερινά. Επαγγελματικά Λύκεια. Την τελευταία δεκαετία ιδρύθηκαν και λειτουργούν τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, την ευθύνη των οποίων έχει το ΙΔΕΚΕ (Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων) και απευθύνονται σε ενηλίκους που όμως, δεν έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική τους εκπαίδευση. Η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στη χώρα μας παρέχεται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) και στα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ). Πρόσφατα ξεκίνησε τη λειτουργία του το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) με έδρα στην Πάτρα που απευθύνεται μόνον σε ενηλίκους, παρέχεται με την μέθοδο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και παρέχει πτυχίο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ισότιμο με το πτυχίο των υπολοίπων Πανεπιστημίων της χώρας. Στο πλαίσιο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, παρέχεται η δυνατότητα μεταπτυχιακών σπουδών (σε επίπεδο μεταπτυχιακής ειδίκευσης και διδακτορικών διατριβών). Κατάρτιση Οι νέοι που ολοκληρώνουν τη φοίτησή τους στο Ενιαίο Λύκειο, μπορούν να στραφούν προς την Επαγγελματική Κατάρτιση. Με τον όρο αυτό περιγράφεται η συστηματικά οργανωμένη διαδικασία απόκτησης εξειδικευμένων επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, οι οποίες ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες εργασιακές απαιτήσεις. Η κατάρτιση μπορεί να είναι: 1. Αρχική, δηλαδή να αφορά σ ένα πρώτο κύκλο κατάρτισης για ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. Η Αρχική Κατάρτιση ετοιμάζει τον σπουδαστή για ένα επάγγελμα. Περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα κατάρτισης, που προσφέρει βασική κατάρτιση και εξειδίκευση. Κατά τη βασική κατάρτιση οι υποψήφιοι αποκτούν γενικές γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρίες, στις οποίες μπορούν να στηρίξουν εξειδικεύσεις. 2. Συνεχιζόμενη, δηλαδή να αποβλέπει στην ανανέωση, αναβάθμιση κι εκσυγχρονισμό των επαγγελματικών δεξιοτήτων. Η συνεχιζόμενη κατάρτιση στοχεύει επίσης, στην εμβάθυνση των γνώσεων και δεξιοτήτων των εργαζομένων (ή και των ανέργων) που απαιτούνται για κάθε συγκεκριμένο επαγγελματικό τομέα, καθώς και στην ανανέωση των γνώσεων και δεξιοτήτων που έχουν ήδη αποκτηθεί σε προηγούμενο χρόνο αλλά χρειάζονται ανανέωση κι εκσυγχρονισμό. 8

9 9 Τόσο η Αρχική όσο και η Συνεχιζόμενη Κατάρτιση έχουν σκοπό να διευκολύνουν την επαγγελματική ένταξη των αποφοίτων τους και την προσαρμογή τους σε ένα ολοένα μεταβαλλόμενο εργασιακό περιβάλλον. Αρχική αλλά και Συνεχιζόμενη Κατάρτιση παρέχουν κυρίως ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) μέσα από ένα ολοκληρωμένο φάσμα προγραμμάτων Επαγγελματικής Κατάρτισης στις Σχολές Μαθητείας του και ο Οργανισμός Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΟΕΕΚ). Ο Οργανισμός Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΟΕΕΚ) αποτελεί φορέα του ΥΠΕΠΘ και έχει τη συνολική ευθύνη για τα Δημόσια και Ιδιωτικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) που λειτουργούν σε όλη τη χώρα. Τα ΙΕΚ δέχονται αποφοίτους Λυκείου, ενώ σε ορισμένα ΙΕΚ λειτουργούν Τομείς με Ειδικότητες που δέχονται αποφοίτους Γυμνασίων (Μεταγυμνασιακά ΙΕΚ). Η κατάρτιση στα ΙΕΚ παρέχεται σε Τομείς και Ειδικότητες και περιλαμβάνει τη θεωρητική διδασκαλία και την πρακτική άσκηση. Η θεωρητική κατάρτιση των ΙΕΚ πραγματοποιείται στους χώρους όπου στεγάζονται, ενώ η πρακτική άσκηση συχνά γίνεται σε επιχειρήσεις και βιομηχανίες. Με την ολοκλήρωση της κατάρτισής τους σε δημόσια ή ιδιωτικά ΙΕΚ οι καταρτιζόμενοι λαμβάνουν Βεβαίωση Επαγγελματικής Κατάρτισης, η οποία τους δίνει το δικαίωμα να συμμετάσχουν σε εξετάσεις για την απόκτηση Διπλώματος Επαγγελματικής Κατάρτισης. Τέλος, το Υπουργείο Παιδείας έχει θεσμοθετήσει ένα νέο σύστημα άτυπης επαγγελματικής κατάρτισης. Στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής του Εθνικού Συμβουλίου Επαγγελματικής Κατάρτισης, πιστοποιούνται, παρακολουθούνται και ελέγχονται όλοι οι φορείς που παρέχουν άτυπη επαγγελματική κατάρτιση -κυρίως για ανέργους- στα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Κ.Ε.Κ.). Πολλά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν ιδρύσει και ΚΕΚ στο πλαίσιο της δραστηριοποίησής τους στην εκπαίδευση/ επιμόρφωση ενηλίκων. Συνεχιζόμενη, ενδοϋπηρεσιακή κατάρτιση παρέχουν στους εργαζόμενούς τους και πολλοί φορείς, εταιρείες, δημόσιες αρχές και κρατικοί οργανισμοί, καθώς και Πανεπιστήμια και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, επαγγελματικοί σύνδεσμοι και επιμελητήρια, οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων, οργανισμοί των περιφερειακών και τοπικών αρχών, ιδιωτικοί φορείς, κτλ. αλλά και όλες σχεδόν οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να αξιοποιήσουν το προσωπικό τους, ώστε να παραμένουν ανταγωνιστικές στο διεθνοποιημένο οικονομικό και παραγωγικό περιβάλλον. Η δια Βίου Εκπαίδευση και Κατάρτιση Κατά το παρελθόν η αλλαγή εκπαίδευσης, κατάρτισης και εργασίας συνέβαινε μόνο μία φορά στη ζωή των ανθρώπων όταν οι νέοι τελείωναν το σχολείο ή το πανεπιστήμιο και έψαχναν για δουλειά, με μία ή περισσότερες περιόδους επαγγελματικής κατάρτισης ενδιάμεσα. Σήμερα, ο καθένας θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει τον τρόπο της εκπαίδευσής του και να μην είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί προκαθορισμένες πορείες με συγκεκριμένους προορισμούς. Αυτό σημαίνει ότι τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης θα πρέπει να προσαρμοσθούν στις ανάγκες και τις απαιτήσεις των ατόμων και όχι το αντίθετο. Η διαβίωση και η εργασία στην κοινωνία της γνώσης απαιτεί ενεργούς πολίτες οι οποίοι είναι αυτόνομοι και επιδιώκουν μόνοι τους την προσωπική και επαγγελματική 9

10 10 τους εξέλιξη. Οι άνθρωποι επιδιώκουν να εκπαιδεύονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους μόνο αν θέλουν να μάθουν. Δεν έχουν κίνητρα να συμμετάσχουν σε κάποια εκπαίδευση της οποίας το περιεχόμενο και οι μέθοδοι δεν λαμβάνουν υπόψη τις πολιτιστικές τους προοπτικές και τις προσωπικές τους εμπειρίες. Δεν θα θελήσουν να επενδύσουν χρόνο, προσπάθεια και χρήμα για περαιτέρω εκπαίδευση αν οι γνώσεις, η ειδίκευση και η εμπειρία που έχουν ήδη αποκτήσει δεν τύχουν έμπρακτης αναγνώρισης ώστε να νοιώσουν μια προσωπική επιτυχία, ή να μπορέσουν να βρουν κάποια απασχόληση. Τα προσωπικά κίνητρα για μάθηση και η παροχή μιας ποικιλίας δυνατοτήτων εκπαίδευσης, αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχία της δια βίου εκπαίδευσης. Η δια βίου εκπαίδευση και κατάρτιση θεωρείται ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση της πρόκλησης των μεγάλων αλλαγών της εποχής μας. Τα νεα δεδομένα στον οικονομικό τομέα επιβεβαιώνουν ότι η δια βίου εκπαίδευση συνοδεύει την επιτυχή μετάβαση προς την οικονομία και την κοινωνία που βασίζονται στη γνώση. Μετά τη Σύνοδο της Λισσαβόνας καθορίστηκαν έξι βασικά μηνύματα τα οποία αναφέρονται στην μετατροπή σε πράξη της δια βίου εκπαίδευσης: 1. Ο καθορισμός νέων βασικών γνώσεων για όλους 2. Περισσότερες επενδύσεις σε ανθρώπινους πόρους και τρόποι μέτρησης των επενδύσεων σε εκπαίδευση και των αποτελεσμάτων της. 3. Καινοτομίες στη διδασκαλία και τη μάθηση 4. Αξιολόγηση της εκπαίδευσης 5. Αναθεώρηση των τρόπων προσανατολισμού και παροχής συμβουλών. 6. Να έλθει η εκπαίδευση πιο κοντά στο σπίτι Η εκπαίδευση καθ όλη τη διάρκεια της ζωής, δεν αποτελεί μόνον μια πτυχή της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Αποτελεί την αρχή η οποία θα διέπει και θα κατευθύνει όλες τις ενέργειες σε ολόκληρο το φάσμα της εκπαίδευσης. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι η ικανότητα του ανθρώπου να εμπλουτίζει και να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά, ευέλικτα και «έξυπνα» τις γνώσεις και τις δεξιότητές σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη βάση (κοινωνική, οικονομική, επαγγελματική και εκπαιδευτική). Πρόσφατα στη χώρα μας το Υπουργείο Παιδείας έλαβε τον νέο τίτλο Υπουργείο Παιδείες, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, τονίζοντας έτσι τη σημασία που έχει αποκτήσει η δια βίου μάθηση για την επαγγελματική, κοινωνική και προσωπική ανάπτυξη των πολιτών. Στο πλαίσιο όλων των παραπάνω έχουν προσδιοριστεί από την ΕΕ τρεις κατηγορίες εκπαιδευτικής δραστηριότητας, που αφορούν ανηλίκους και ενηλίκους εκπαιδευόμενους: 1. Η τυπική εκπαίδευση (formal education), που παρέχεται σε θεσμοθετημένα ιδρύματα εκπαίδευσης και κατάρτισης και ολοκληρώνεται με τη χορήγηση αναγνωρισμένων διπλωμάτων και πτυχίων, που οδηγούν και σε αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα. 2. Η μη τυπική εκπαίδευση (non formal education) που παρέχεται εκτός των θεσμοθετημένων συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης και δεν οδηγεί στην απόκτηση επίσημων πιστοποιητικών. Συχνά, η μη τυπική εκπαίδευση/ κατάρτιση παρέχεται με τη μορφή σεμιναρίων από επιστημονικά και επαγγελματικά όργανα του κάθε κλάδου. Άλλες φορές παρέχεται από τον 10

11 11 εργοδότη (ακόμα κι αν είναι το κράτος) στον τόπο εργασίας (ενδουπηρεσιακή κατάρτιση-επιμόρφωση) και άλλοτε, μέσω εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που οργανώνουν οι διάφορες κοινωνικές οργανώσεις κι ομάδες (πχ, οι οργανώσεις νέων, τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα). Παρέχεται επίσης κι από οργανισμούς που έχουν δημιουργηθεί για να συμπληρώνουν τα επίσημα συστήματα (πχ, οι διάφορες καλλιτεχνικές, μουσικές και αθλητικές σχολές, τα φροντιστήρια κτλ) 3. Η άτυπη μάθηση (informal learning), που είναι το φυσικό επακόλουθο της καθημερινής ζωής, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής. Σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα είδη εκπαίδευσης, δεν είναι αναγκαστικά σκόπιμη ενέργεια κι έτσι ενδέχεται να μην αναγνωριστεί ούτε κι από τα ίδια τα άτομα- ότι συμβάλλει στη βελτίωση των γνώσεων και των ειδικεύσεων τους (πχ, οι κοινωνικές δεξιότητες μιας νοικοκυράς). Γενικά: Οι τρόποι εκπαίδευσης, διαβίωσης και εργασίας αλλάζουν γρήγορα. Αυτό δεν σημαίνει απλώς ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να προσαρμοστούν στις αλλαγές αλλά και ότι θα πρέπει να αλλάξουν οι καθιερωμένοι τρόποι δράσης. Η υψηλού επιπέδου βασική εκπαίδευση σε συνδυασμό με την αρχική επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, θα πρέπει να εφοδιάσουν όλους τους νέους και τους λιγότερο νέους- με τις νέες βασικές γνώσεις που απαιτεί η εποχή μας, η οποία είναι μια εποχή γνώσης. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι «έχουν μάθει να μαθαίνουν» και ότι έχουν θετική στάση απέναντι στη μάθηση. ΟΡΙΣΜΟΙ ΕΝΝΟΙΩΝ Εκπαίδευση: είναι το σύνολο των οργανωμένων και συστηματικών διεργασιών μάθησης, που αναλαμβάνονται συνειδητά και υλοποιούνται στο πλαίσιο ενός φορέα ή οργανισμού, ακολουθώντας μια επιλεγμένη εκπαιδευτική πολιτική. Οι εκπαιδευτικές διαδικασίες, τα επίπεδα εκπαίδευσης, τα προγράμματα σπουδών και τα διδακτικά μέσα, βιβλία κτλ αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευσης. Η εκπαιδευτική διαδικασία, με κεντρικό άξονα τη διδασκαλία, συμβαίνει συνήθως μέσα στις τάξεις και εμπλέκει κάποιους που διδάσκουν και κάποιους που διδάσκονται. Η εκπαίδευση λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί παροχή οργανωμένων συνθηκών για μάθηση. Ωστόσο, η εκπαίδευση δεν είναι απλώς μάθηση, αν και περιλαμβάνει τη διεργασία της μάθησης. Μάθηση: είναι μια διαδικασία επεξεργασίας των πληροφοριών, που στηρίζεται σε εσωτερικές διεργασίες που πραγματοποιούνται στο κεντρικό νευρικό σύστημα του διδασκόμενου. Πρόκειται για μια διαδικασία που πραγματώνεται στον εσωτερικό κόσμο του κάθε μαθητή κι έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση νέων γνώσεων, απόψεων κι εμπειριών. Θεωρείται προσωπικό ζήτημα και σχετίζεται με τις προηγούμενες γνώσεις, το υπόβαθρο, τις εμπειρίες, την ιδιοσυγκρασία και τον προτιμώμενο τρόπο μάθησης του κάθε ατόμου. Η μάθηση δεν επιτελείται, όμως, αποκλειστικά μέσα από τις εκπαιδευτικές διαδικασίες. Η μάθηση αποτελεί μια ευρύτερη νοητική δραστηριότητα, μια συνεχή ατομική διαδικασία στην οποία συμμετέχουμε εκούσια και ακούσια σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας, καθώς σημαντικό μέρος της μάθησης διενεργείται μέσα από τις νέες εμπειρίες και τις δραστηριότητές μας. 11

12 12 Παιδαγωγική: είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη σκόπιμη αλλαγή των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των συμπεριφορών/στάσεων του ανθρώπου. Σκοπός της είναι η εύρεση και η εφαρμογή τρόπων που βοηθούν την τροποποίηση των προηγούμενων στοιχείων (γνώσεις-δεξιότητες-συμπεριφορές). Η παιδαγωγική συνδέεται στενά με την ψυχολογία και τη διδακτική, οι οποίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα της παιδαγωγικής μεθόδου που χρησιμοποιείται κάθε φορά. Η παιδαγωγική αποτελεί την πιο εκλεπτυσμένη διάσταση του λειτουργήματος του εκπαιδευτικού. Είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί τους εκπαιδευτικούς μεταξύ τους, ειδικά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα όπου οι διαφοροποιήσεις είναι κυρίως θεσμικού κι όχι ουσιαστικού- χαρακτήρα. Διδασκαλία: είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων-ενεργειών που γίνονται από τον διδάσκοντα κι έχουν ως στόχο να προκαλέσουν τη μάθηση. Εκπαιδευτική διαδικασία/ μάθημα/ διδασκαλία έχουμε από τη στιγμή που συναντώνται, σε ορισμένο χρόνο, ένας ή περισσότεροι εκπαιδευόμενοι (μαθητές), ένας ή περισσότεροι εκπαιδευτές (δάσκαλοι/ καθηγητές/ εκπαιδευτικοί) και ένας ή περισσότεροι στόχοι που πρέπει να επιτύχουν οι μαθητές στο τέλος της συγκεκριμένης διαδικασίας. Σχέδιο μαθήματος: είναι τα βήματα που έχουν σχεδιαστεί από τον διδάσκοντα για να καταφέρει μια αποτελεσματική διδασκαλία. Για να καταρτίσουμε ως εκπαιδευτικοί ένα σχέδιο μαθήματος, λαμβάνουμε υπόψη μας ορισμένους παράγοντες, οι οποίοι αποτελούν το πλαίσιο και καθορίζουν την ποιότητα της διδασκαλίας μας. Συγκεκριμένα, κάθε διδασκαλία χαρακτηρίζεται από: Την μέθοδο διδασκαλίας, που ακολουθείται Τον χώρο, όπου πραγματοποιείται η διδασκαλία Τον χρόνο, τον οποίο έχουμε στη διάθεσή μας Τον διδάσκοντα Τους εκπαιδευόμενους Τον σκοπό του μαθήματος και τους στόχους του μαθήματος Την προς μάθηση ύλη (το περιεχόμενο της μάθησης) Τα διδακτικά μέσα και τις εκπαιδευτικές τεχνικές που χρησιμοποιούμε Την ποιότητα της επικοινωνίας εκπαιδευτικού-μαθητών Την αξιολόγηση της διδακτικής διαδικασίας ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΜΑΘΗΣΗΣ Από τις αρχές του αιώνα έχουν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μαθαίνει, ανεξάρτητα από την ηλικία. Η μάθηση είναι μια διεργασία που συντελείται στο πλαίσιο κοινωνικών, ατομικών, γνωστικών και εκπαιδευτικών συνθηκών. Οι ψυχολογικές θεωρίες και τα παιδαγωγικά ρεύματα δεν αφήνουν ανεπηρέαστες τις θεωρίες για τη μάθηση. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι οι καθοριστικοί παράγοντες που συντελούν στη μάθηση βρίσκονται μέσα στο ίδιο το άτομο (διανοητικές ικανότητες, διαθέσεις, κ.ά.). Αντίθετα, άλλοι διατείνονται ότι είναι καταλυτικός 12

13 13 ο ρόλος των εξωτερικών επιδράσεων που δέχεται το άτομο. Άλλοι πάλι πρεσβεύουν ότι η μάθηση προέρχεται από την αλληλεπίδραση ατόμου και περιβάλλοντος. Για καμιά από τις θεωρίες μάθησης δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι απολύτως "σωστή" ή "λανθασμένη". Ωστόσο, είναι χρήσιμο να είστε ενημερωμένοι για τις θεωρίες που αναφέρονται στη μάθηση, δεδομένου ότι αποτελούν το υπόβαθρο του προβληματισμού που θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Ενδεικτικά, παρουσιάζουμε ορισμένες από τις βασικές. Οι παραδοσιακές θεωρήσεις. Το ρεύμα αυτό ξεκινά από τους παραδοσιακούς παιδαγωγούς που στηρίζονται στην ιδέα ότι ο διδάσκων κατέχει τη γνώση. Η μάθηση οργανώνεται έτσι, ώστε ο δάσκαλος να μεταδώσει τη γνώση στον μαθητή. Η παιδαγωγική τεχνική που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι η προφορική παρουσίαση και η επανάληψη. Αποτελεί μια προσέγγιση που έχει ως επίκεντρο τον διδάσκοντα και το προς μετάδοση μήνυμα. Ο συμπεριφορισμός (behaviorism) με βασικούς εκπροσώπους της τους J. Watson, F. Skinner: Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή η μάθηση επιτυγχάνεται όταν έχουμε αλλαγή στη συμπεριφορά. Η αλλαγή αυτή μπορεί να επέλθει όταν υποβάλλουμε τον εκπαιδευόμενο σε εξωτερικά ερεθίσματα. Κάθε συμπεριφορά διαιρείται σε στάδια και κάθε φορά που ένα στάδιο διανύεται με επιτυχία, ο εκπαιδευόμενος «ενισχύεται θετικά», δηλ. επιβραβεύεται. Η μάθηση προκύπτει από αλληλουχίες εξωτερικών ερεθισμάτων που δέχεται το άτομο και που οδηγούν στη διαμόρφωση συγκεκριμένων συμπεριφορών. Είναι μια προσέγγιση «προγραμματισμένης διδασκαλίας» που επικεντρώνεται στην εκπαιδευτική διαδικασία και στο μέσο που χρησιμοποιείται. Συνεπώς, η πορεία του ατόμου προς τη μάθηση εξαρτάται καθοριστικά από το ρόλο του διδάσκοντος και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί. Η παιδαγωγική αυτή χρησιμοποιείται ευρέως στη διδασκαλία με τη βοήθεια υπολογιστών. Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης, με βασικό εκπρόσωπο τον A. Bandura: αποτελεί εξέλιξη των προηγούμενων θεωριών. Μάθηση είναι η αλλαγή στη συμπεριφορά, που προκαλείται από το εξωτερικό περιβάλλον, ιδιαίτερα από τη συμπεριφορά των σημαντικών άλλων, η οποία λειτουργεί ως πρότυπο. Όμως, το άτομο δεν αντιδρά μηχανιστικά στις εξωτερικές επιδράσεις. Τις επιλέγει, τις ερμηνεύει με βάση προηγούμενες εμπειρίες του, τις οργανώνει και στη συνέχεια δρα. Υπάρχει συνεπώς αλληλεπίδραση ανάμεσα στις εξωτερικές επιδράσεις και στο άτομο. Το αίσθημα της αυτεπάρκειας (self-efficacy) που αναπτύσσει ο καθένας, δηλ. το πόσο ικανός αισθάνεται, βοηθά σημαντικά στη διαδικασία μάθησης. Η θεωρία της εξελικτικής ψυχολογίας (J. Piaget): Το ρεύμα αυτό στηρίχτηκε στις θεωρίες γνωστικής ανάπτυξης, τις οποίες εισήγαγε ο Ελβετός γιατρός Jean Piaget, ο ποίος θεωρεί ότι η διανοητική ανάπτυξη είναι γενετικά καθορισμένη και συντελείται εξελικτικά, μέσω μιας διαδικασίας εξισορρόπησης ανάμεσα σε στοιχεία του ατόμου και του περιβάλλοντος. Η εξελικτική αυτή διαδικασία χαρακτηρίζεται από επάλληλα στάδια. Ο άνθρωπος περνά από τα διάφορα αυτά εξελικτικά στάδια σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Σε κάθε στάδιο μπορεί να μάθει συγκεκριμένα πράγματα, δηλ. υπάρχει «ετοιμότητα» για μάθηση. Κάθε ένα στάδιο αποτελεί προέκταση του προηγουμένου, ενσωματώνει τα στοιχεία εκείνου και τα επαναδιοργανώνει σε μία νέα, πιο πλούσια και ευέλικτη ως προς τις εξισορροπητικές δυνατότητες της δομή. Αλλά και αυτή η δομή με τη σειρά της μετασχηματίζεται στο επόμενο στάδιο. Κατ' αυτό τον τρόπο, κάθε προηγούμενη φάση της ανάπτυξης του ανθρώπου εμπεριέχεται στην επόμενη. 13

14 14 Οι γνωστικές θεωρίες μάθησης. Αυτή η ομάδα θεωριών μάθησης με κύριους εκπροσώπους τον Bloom και τον Gagne, εστιάζει το ενδιαφέρον της στην ανάκληση και αναγνώριση της γνώσης, την ανάπτυξη νέων μορφών κατανόησης, και αναφέρεται στην απόκτηση νέων δεξιοτήτων και στάσεων απέναντι στη μάθηση. Η έμφαση δίνεται στην οργάνωση της αντίληψης και τη διεργασία των αντιδράσεων του εκπαιδευόμενου σε σχέση με τη φύση της γνώσης. Για να μάθει κανείς, είναι απαραίτητη η κατανόηση. Το υλικό πρέπει να συγκεντρωθεί και να ταξινομηθεί σταδιακά και μετά να γίνει «κτήμα» των εκπαιδευόμενων. Οι στόχοι σχετίζονται με κάθε τμήμα του υλικού που επεξεργάζεται. Η επανατροφοδότηση αποτελεί σημαντικό τμήμα της διεργασίας της μάθησης και δεν είναι αποκομμένη από αυτήν. Ειδικά ο Bloom αναφέρεται σε δύο είδη μάθησης: στο γνωστικό και στο συναισθηματικό πεδίο. Η ανθρωπιστική θεώρηση. Το ρεύμα αυτό γνώρισε μεγάλη άνοδο στη δεκαετία του 70 και πρεσβεύει μια παιδαγωγική προσέγγιση που επικεντρώνεται στον εκπαιδευόμενο, στην προσωπική ανάπτυξη και τις ανάγκες του. Στηρίζεται στη μη καθοδήγηση και την ενσυναίσθηση. Έννοιες όπως ο έλεγχος και το πρόγραμμα απέκτησαν δευτερεύουσα σημασία, ενώ η έμφαση δόθηκε στην ενεργητική φύση και την αυθόρμητη διάθεση του εκπαιδευόμενου απέναντι στη μάθηση, καθώς και στον συμβουλευτικό και υποστηρικτικό ρόλο του εκπαιδευτή. Εκπρόσωπος αυτής της θεώρησης είναι ο Carl Rogers, που θεωρείται από πολλούς ως ο «πατέρας» της Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Ο Rogers πρότεινε να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην μοναδικότητα του ανθρώπου, ώστε να βοηθηθεί να αποκτήσει αυτογνωσία και να συντονίσει καλύτερα τα αισθήματα και τις πράξεις του. Οι αρχές της θεωρίας του βρήκαν εφαρμογή και στην παιδαγωγική και ιδιαίτερα στην Εκπαίδευση Ενηλίκων. Οι αρχές μάθησης του C. Rogers Οι άνθρωποι έχουν έμφυτη τη δυνατότητα μάθησης Η ουσιαστική μάθηση επιτυγχάνεται όταν το αντικείμενο του μαθήματος εκλαμβάνεται από τον εκπαιδευόμενο ως σχετικό με τους προσωπικούς του στόχους Η μάθηση που απαιτεί την τροποποίηση της αυτοοργάνωσης θεωρείται απειλητική με αποτέλεσμα την αντίσταση του εκπαιδευομένου Η μάθηση που εκλαμβάνεται ως απειλητική αφομοιώνεται ευκολότερα όταν οι απειλές του εξωτερικού περιβάλλοντος ελαχιστοποιούνται Όταν η απειλή είναι ελάχιστη ο εκπαιδευόμενος αντιλαμβάνεται με διαφορετικούς τρόπους την εμπειρία και διευκολύνεται η μαθησιακή διαδικασία Μεγάλο μέρος της μάθησης επιτυγχάνεται μέσω της πρακτικής εφαρμογής. Η μάθηση διευκολύνεται όταν ο εκπαιδευόμενος συμμετέχει με υπευθυνότητα στη μαθησιακή διεργασία. Η μάθηση που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του εκπαιδευόμενου είναι περισσότερο διαρκής και διεισδυτική Όταν η αυτοαξιολόγηση είναι κυρίαρχη, σε σχέση με την αξιολόγηση, τότε προωθούνται και ενθαρρύνονται η ανεξαρτησία η δημιουργικότητα και η αυτονομία Η πιο χρήσιμη κοινωνικά μάθηση στο σύγχρονο κόσμο είναι η μάθηση της μαθησιακής διεργασίας (μαθαίνω πώς να μαθαίνω) 14

15 15 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΜΑΘΗΣΗΣ Η διαδικασία μάθησης περιγράφεται ως εξής: ένα ερέθισμα από το περιβάλλον του μαθητή (πχ, ένα γεγονός, ένα αντικείμενο, μια εικόνα, μια πληροφορία κτλ) προσπίπτει στους κατάλληλους «υποδοχείς» τους οποίους διεγείρει και στη συνέχεια εισέρχεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα μέσω των «αισθητηριακών εγγραφών». Αυτή η διαδικασία είναι στιγμιαία αλλά απαραίτητη για να γίνει αντιληπτό το ερέθισμα. Η πληροφορία αυτή κωδικοποιείται και εγγράφεται στη βραχυπρόθεσμη μνήμη σε μορφή έννοιας. Αν γίνει μια εξωτερική επέμβαση (πχ, επανάληψη ή χρήση της πληροφορίας) η εγγραφή κωδικοποιείται στη μακροπρόθεσμη μνήμη, όπου και φυλάσσεται με σκοπό να ανασυρθεί όταν αναζητηθεί. Οι κλασικές παραδοσιακές σχολικές θεωρήσεις μάθησης (κι εκπαίδευσης) στηρίζονται, εν πολλοίς, στις παραδοσιακές θεωρήσεις. Σήμερα, όμως, αν θέλουμε να μιλούμε για αποτελεσματική μάθηση, πρέπει να κάνουμε έναν συγκερασμό των θεωρητικών προσεγγίσεων με τις σύγχρονες απόψεις αλλά και την κοινή λογική. Στη συνέχεια, θα περιγράψουμε ορισμένες βασικές αρχές που επηρεάζουν τη μάθηση, όχι μόνον των εφήβων μαθητών αλλά και κάθε εκπαιδευόμενου, οι οποίες είναι γνωστές σε όλους μας, αλλά τείνουμε να τις ξεχνούμε, μόλις περάσουμε στο ρόλο του εκπαιδευτικού: Πρώτη αρχή: Η μάθηση συνδέεται με τη δράση Οι σύγχρονες διδακτικές προσεγγίσεις τονίζουν ότι η δράση είναι η βάση της μάθησης, δηλ, ότι η παθητικότητα δεν βοηθά στη μάθηση, ενώ αντίθετα, η ενεργητική συμμετοχή και η σύνδεση με πρακτικά ζητήματα που ενδιαφέρουν τους εκπαιδευόμενους οδηγεί σε ουσιαστική μάθηση. Τα συμβατικά συστήματα εκπαίδευσης έχουν στηριχτεί, εν πολλοίς, στη συμβολική/ αφηρημένη μάθηση κι όχι στην εμπειρική. Η συμβολική / αφηρημένη μάθηση συνίσταται στην παρουσίαση ενός συνόλου γνώσεων στους μαθητές, το οποίο οι τελευταίοι καλούνται να αφομοιώσουν και με κατάλληλη καθοδήγηση (από τον διδάσκοντα ή από το διδακτικό υλικό) να αντλήσουν γενικές αρχές και συμπεράσματα. Πλεονέκτημα αυτής της διεργασίας, υποστηρίζουν πολλοί, είναι η αποτελεσματικότητα της ως προς τη μετάδοση γνώσεων σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Μειονέκτημά της, αντιτείνουν άλλοι, είναι ότι δεν απαιτεί από τους μαθητές να πράξουν κάτι. Οι τελευταίοι αφομοιώνουν περιεχόμενα που οργανώθηκαν χωρίς τη δική τους συμμετοχή και είναι αποκομμένα από τη πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν. Συνέπεια αυτού είναι να περιέρχονται σε παθητικό ρόλο και να αμβλύνεται το ενδιαφέρον τους για μάθηση. Αντίθετα, η εμπειρική μάθηση στηρίζεται στην ενεργό συμμετοχή και δράση των εκπαιδευόμενων (πχ, πρακτική άσκηση, εργαστήρια, έρευνα, απόκτηση εμπειριών), που ακολουθείται από την ταξινόμηση, μελέτη και ανάλυση των δεδομένων που προέκυψαν από τη δραστηριότητα και απ όπου αντλούνται γενικές αρχές και συμπεράσματα. Πλεονέκτημά της θεωρείται η ενεργοποίηση και συμμετοχή των μαθητών, ενώ ως μειονέκτημά της καταλογίζεται η δυσκολία εξαγωγής γενικών αρχών από τις επιμέρους εμπειρίες, καθώς και η χρονοβόρα υφή της. Δεύτερη αρχή: Επίκεντρο της εκπαιδευτικής διεργασίας είναι οι διδασκόμενοι Κάθε εκπαιδευτής επιδιώκει να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον των διδασκομένων σχετικά με το αντικείμενο της μάθησης, όμως δεν το επιτυγχάνει πάντοτε. Η 15

16 16 ενδεχόμενη αποτυχία οφείλεται τις περισσότερες φορές, στο γεγονός ότι ο διδάσκων επιχειρεί να διδάξει τους διδασκόμενους ό,τι ο ίδιος θεωρεί χρήσιμο, χωρίς να παίρνει υπόψη τις ανάγκες τους. Για να ενδιαφερθεί ο μαθητής για το αντικείμενο της μάθησης, για να προχωρήσει στη δράση και στο στοχασμό γύρω από αυτό, χρειάζεται να διακρίνει με σαφήνεια τη χρησιμότητα που έχει για εκείνον, για την καθημερινότητά του, για την επαγγελματική του θέση, για την ιδιωτική σφαίρα της ζωής του. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο η εκπαιδευτική διεργασία να προσαρμόζεται στις ανάγκες και στα ενδιαφέροντα του μαθητή. Πρέπει επίσης να παίρνει υπόψη και τις μαθησιακές δυνατότητες που εκείνος διαθέτει, καθώς και το ρυθμό με τον οποίο θέλει και μπορεί να μαθαίνει. Διαφορετικά, το πιο πιθανό είναι ο μαθητής να αποθαρρυνθεί και να εγκαταλείψει την προσπάθειά του. Τρίτη αρχή: Η πορεία προς τη γνώση είναι ευρετική Εφόσον, όπως είδαμε, οι μαθητές αποτελούν σημαντικούς συντελεστές στην πορεία της μάθησης, η στρατηγική της πρόσβασης σε αυτή δεν μπορεί να διαμορφώνεται ερήμην τους. Αντίθετα, πρέπει να επιδιώκεται η από την πλευρά τους ενεργητική ενσωμάτωση της προς μάθηση «ύλης». Διαπιστώνουμε, συνεπώς, ότι η ευρετική πορεία προς τη γνώση πραγματοποιείται μέσα από την αλληλεπίδραση των μαθητών με την προς μάθηση «ύλη», πράγμα που επιτυγχάνεται, όταν οι εμπειρίες και οι γνώσεις τους συνδέονται με το περιεχόμενό της. Τέταρτη αρχή: Ο κριτικός τρόπος σκέψης Καθήκον του εκπαιδευτικού είναι, ξεκινώντας από τις ανάγκες και αξιοποιώντας τις γνώσεις και εμπειρίες των μαθητών του, να τους υποκινεί προς την απόκτηση συνθετότερων γνώσεων και ικανοτήτων. Στις παραδοσιακές διδακτικές προσεγγίσεις οι μαθητές καλούνται να αφομοιώσουν ένα σύνολο προκαθορισμένων γνώσεων, τις οποίες πρεσβεύει ο εκπαιδευτικός -ή οι συντάκτες του διδακτικού υλικού- και των οποίων η ορθότητα θεωρείται δεδομένη. Αντίθετα, μια «ανοικτή» μορφή μάθησης είναι συνυφασμένη με τον κριτικό τρόπο σκέψης, με άλλα λόγια, με την σε βάθος αναζήτηση των αιτίων, την πολλαπλότητα των διερευνήσεων, την επαναδιαπραγμάτευση των απόψεων. Χρειάζεται, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε ότι ο κριτικός τρόπος σκέψης δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια αφηρημένη διανοητική άσκηση. Αντίθετα, η βαθύτερη σημασία που έγκειται στο ότι οδηγεί στην αναθεώρηση των ίδιων μας των πράξεων. Οδηγεί σε επιλογές και συμπεριφορές συχνά διαφορετικές, από εκείνες που αρχικά είχαμε προβλέψει. Οι πράξεις μας αυτές θα οδηγήσουν, με τη σειρά τους, σε νέο κριτικό στοχασμό, κ.ο.κ., με αποτέλεσμα η μάθηση που θα προκύψει, να αποτελεί ώριμο προϊόν τόσο σύνθετης σκέψης όσο και εμπειρίας. Προκύπτει, συνεπώς, ότι ο κριτικός τρόπος σκέψης απαιτεί από τους ενδιαφερόμενους διαρκή εγρήγορση. Αυτό ακριβώς εξηγεί το γιατί συχνά συναντά αντιστάσεις. Ωστόσο, η εγρήγορση απέναντι στο καινούριο, όσο και απέναντι στο «αυτονόητο», δεν παύει να αποτελεί ένα επίπονο αλλά δημιουργικό εγχείρημα, που οδηγεί στη βαθύτερη κατανόηση των ζητημάτων που μας απασχολούν. Πέμπτη αρχή: αμφίδρομες σχέσεις διδασκόντων - διδασκομένων Κανένας δε μαθαίνει μόνος του. Μαθαίνουμε μέσα από αμφίδρομες σχέσεις με το διδάσκοντα αλλά και με τους άλλους διδασκόμενους. Οι σχέσεις αυτές εμπεριέχουν διάλογο, επεξεργασία και εμπλουτισμό απόψεων, διαμόρφωση ερωτημάτων και απάντηση σε αυτά, πρακτικές ασκήσεις, ομαδικές εργασίες, ανταλλαγή γνωμών και εμπειριών. Η μάθηση συνεπώς αποτελεί συνάρτηση της επικοινωνίας και της αλληλεπίδρασης 16

17 17 διδασκομένων και διδασκόντων. Από την άλλη πλευρά, και ο διδάσκων "μαθαίνει" μέσα από τη σχέση του με τους διδασκόμενους. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει έναν επιστημονικό τομέα σε όλη του την έκταση. Συχνά οι απόψεις του διδάσκοντος εμπλουτίζονται και μετασχηματίζονται μέσα από τις αντιδράσεις και τοποθετήσεις τον διδασκομένων, ιδιαίτερα όταν εκείνος έχει θετική στάση απέναντι σε αυτή τη διεργασία. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αμφίδρομες αυτές σχέσεις, για να μπορέσουν να αναπτυχθούν, χρειάζονται ένα κατάλληλο «κλίμα μάθησης», που απορρέει από την εφαρμογή των αρχών μάθησης που έχουν προαναφερθεί και που έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Η επικοινωνία εκπαιδευτικών και μαθητών βασίζεται στην ειλικρίνεια και στην «ανοικτότητα». Η κριτική που ασκείται σε μια άποψη δε συνεπάγεται καθολική απόρριψη του συνομιλητή. Αντίθετα, γίνεται μέσα σε ατμόσφαιρα όπου κάθε διδασκόμενος αισθάνεται ότι μπορεί να διατυπώσει ελεύθερα τη γνώμη του και να επανεξετάσει οποιαδήποτε άλλη, ακόμα και εκείνη του διδάσκοντος. Οι διαφορές απόψεων και η κριτική, στο μέτρο που διατυπώνονται σε πλαίσιο δημιουργικής αναζήτησης, είναι ευπρόσδεκτες. Θεωρούνται οργανικό μέρος της διεργασίας της μάθησης, συμβολή στον εμπλουτισμό των γνώσεων. Κάθε μαθητής αισθάνεται ότι αναγνωρίζεται ως οντότητα. Αισθάνεται ότι γίνεται αποδεκτός γι αυτό ακριβώς που είναι, τόσο για τα προσόντα του, όσο και για τις ελλείψεις του, που πρέπει να καλύψει. Αισθάνεται ότι αποδίδεται αξία στην πορεία που έχει διανύσει μέχρι σήμερα. Αντιλαμβάνεται ότι έχει και αυτός κάτι μοναδικό να προσφέρει στη διεργασία της μάθησης μέσα από τις εμπειρίες και τις απόψεις του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αναπτύσσεται η αυτοεκτίμηση καθενός που συμμετέχει, καθώς και η μεταξύ τους αμοιβαιότητα και εμπιστοσύνη. Η αυτοπεποίθηση του μαθητή ενισχύεται με την επιβράβευση των επιτυχημένων προσπαθειών του. Δραστηριότητες που προωθούν την αυτοαξιολόγηση των μαθητών συμβάλλον προς αυτή την κατεύθυνση. Ο εκπαιδευτικός είναι εκείνος που δημιουργεί το πλαίσιο, ώστε να εξασφαλίζονται πρόσθετες δυνατότητες ενίσχυσης της αυτοπεποίθησης των μαθητών του. Δηλαδή, οι εργασίες και οι ασκήσεις που ζητά να πραγματοποιήσουν είναι διαμορφωμένες με κατάλληλη μέθοδο και αλληλουχία, ώστε να γίνεται δυνατή η σταδιακή πρόοδος του καθενός. Αυτό δε σημαίνει ότι ο δάσκαλος θα πάψει να είναι απαιτητικός από τους μαθητές, ούτε ότι οι τελευταίοι δεν θα γνωρίσουν ενδιάμεσες οπισθοδρομήσεις στην πορεία της μάθησής τους. Αντίθετα, τα «λάθη» είναι αναμενόμενα και επιθυμητά, καθώς μέσα από την αντιμετώπισή τους μαθαίνει κανείς ασφαλέστερα. Από την άλλη, η ενδεχόμενη επιβράβευση δεν πρέπει να έχει αφηρημένο και γενικόλογο χαρακτήρα. Ο εκπαιδευτικός οφείλει να συντονίζει την πορεία προς τη μάθηση, να υποστηρίζει και να εμψυχώνει με τρόπο σαφή, αναλυτικό και αιτιολογημένο. Οι κανόνες με τους οποίους διεξάγεται η μάθηση (τήρηση του σχολικού προγράμματος, μορφές επικοινωνίας διδάσκοντος-διδασκομένων, τήρηση χρόνων εκπόνησης εργασιών, χρήση των χώρων, του εξοπλισμού, κ.α.) είναι σαφείς αλλά και ευέλικτοι, καθώς λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες και τους ρυθμούς των μαθητών αλλά και τις συνθήκες. Αν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα, η αλλαγή των κανόνων θεωρείται επιβεβλημένη. 17

18 18 Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα πληθαίνουν οι πιθανότητες να υπερβαίνουν οι μαθητές τα εμπόδια (αντικειμενικά ή υποκειμενικά) που αντιμετωπίζουν στην πορεία της μάθησης, ώστε να φτάνουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα Οι 7 προϋποθέσεις μάθησης Όλοι μαθαίνουν όταν: 1. Καταλαβαίνουν. 2. Η εκπαίδευση έχει άμεση σχέση με την καθημερινότητα και τις εμπειρίες τους. 3. Αντιλαμβάνονται, κατανοούν και αποδέχονται τους όρους της εκπαιδευτικής διαδικασίας. 4. Ενεργούν και εμπλέκονται. 5. Νιώθουν ενταγμένοι σε μια ομάδα. 6. ο εκπαιδευτικός ξέρει να αξιοποιεί τα αποτελέσματα της επιτυχίας και της αποτυχίας. 7. ΟΛΟΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΛΙΜΑ ΠΟΥ ΕΥΝΟΕΙ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ. Έχει αποδειχτεί ότι όλοι οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν με τον ίδιο τρόπο. Το παρακάτω σχήμα παρουσιάζει διάφορους τρόπους με τους οποίους μαθαίνουμε καλύτερα αυτά που διδαχτήκαμε: ΜΟΝΟΝ ΑΚΟΥΕΙ ΜΟΝΟΝ ΒΛΕΠΕΙ ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΙ ΒΛΕΠΕΙ ΑΚΟΥΕΙ, ΒΛΕΠΕΙ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΑΕΙ ΑΚΟΥΕΙ, ΒΛΕΠΕΙ, ΣΥΖΗΤΑΕΙ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ Μαθαίνει 20% το 30% 50% 70% 90% ΘΥΜΗΘΕΊΤΕ: Η μάθηση αποτελεί βασική ανθρώπινη ανάγκη. Ο άνθρωπος έχει απεριόριστη δυνατότητα να μαθαίνει. Μάθηση σημαίνει ότι συντελείται κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά του ανθρώπου: αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά, να δρα διαφορετικά, να υιοθετεί νέες βασικές πεποιθήσεις. Κάθε άνθρωπος μαθαίνει με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο, ανάλογα με την ηλικία του, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του αλλά και με το σύστημα εκπαίδευσης στο οποίο υπόκειται (π.χ. διδασκαλία, μαθητεία, ομαδική εργασία, αυτομόρφωοη, κ.ά.) Πρέπει να υπάρχει μία ανάγκη, ένα ενδιαφέρον, μία επιθυμία από τους διδασκόμενους σε σχέση με το αντικείμενο της μάθησης, προκειμένου να αφοσιωθούν σε αυτό. Η μάθηση γίνεται περισσότερο αποτελεσματική, όταν απαντά σε υπαρκτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. 18

19 19 Η πρόσβαση στο αντικείμενο της μάθησης διευκολύνεται, αν περιλαμβάνει πρακτική άσκηση, εφαρμογή, απόκτηση και αξιοποίηση εμπειριών. Η πορεία της μάθησης γίνεται πιο αποτελεσματική, αν οι διδασκόμενοι συμμετέχουν ενεργά σε αυτήν. Ο διδάσκων και το διδακτικό υλικό δεν είναι- όπως πρέσβευε η παραδοσιακή παιδαγωγική αντίληψη- ο μοναδικός ρυθμιστής της πορείας προς τη μάθηση. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ Η μέθοδος διδασκαλίας Η λέξη μέθοδος στην επιστήμη έχει ιδιαίτερη σημασία. Είναι κάθε ενέργεια που κάνουμε προκειμένου να ανακαλύψουμε αλήθειες, να τις ταξινομήσουμε, να τις επεξεργαστούμε, να τις αξιολογήσουμε και να τις παρουσιάσουμε. Στη διδακτική, ως μέθοδος διδασκαλίας αναφέρεται η περιοδικά επαναλαμβανόμενη διδακτική διαδικασία που εφαρμόζεται σε κάθε γνωστικό αντικείμενο και χρησιμοποιείται από πολλούς διδάσκοντες. Δεν είναι, όμως, όλες οι μέθοδοι κατάλληλες για όλους τους μαθητές, ούτε ταιριάζουν πάντα στον εκπαιδευτικό ή τις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες διδασκαλίας. Η επιλογή της μεθόδου διδασκαλίας είναι συνάρτηση του γνωστικού αντικειμένου, της ηλικίας και του επιπέδου των μαθητών, του διδακτικού στόχου, του χρόνου, της σχέσης διδάσκοντος-μαθητών κτλ. Η επιλογή αυτή καθορίζει πρακτικά σε μεγάλο βαθμό- την επικοινωνία, τα μέσα και τις τεχνικές διδασκαλίας. Ορισμένες φορές είναι μέρος μιας εκπαιδευτικής πολιτικής κι άλλοτε προσωπική επιλογή του εκπαιδευτικού ή του φορέα που παρέχει την εκπαίδευση. Η μέθοδος διδασκαλίας στηρίζεται στα παιδαγωγικά μοντέλα που κατά καιρούς κυριαρχούν. Άσχετα από τη μέθοδο που θα επιλέξει κάθε φορά ο εκπαιδευτικός, η πιο σημαντική αρχή στη διδασκαλία του πρέπει να είναι το να δίνεται η ευκαιρία στο μαθητή να αυτενεργήσει και να φτάσει ή να κατασκευάσει, στο βαθμό που είναι εφικτό, μόνος του τη νέα γνώση. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίας, που συναντώνται πιο συχνά στη διδακτική: Επαγωγική μέθοδος: είναι η μέθοδος κατά την οποία ο εκπαιδευτικός αρχίζει από το μερικό. Παρατηρεί, εντοπίζει και επισημαίνει τα επιμέρους στοιχεία και βαθμιαία προχωρά στις πιο σύνθετες μορφές και έννοιες, μέχρι να φτάσει στη σύλληψη και την περιγραφή του όλου, του γενικού. Η επαγωγική μέθοδος χρησιμοποιείται συχνότερα στις μικρές τάξεις ή όταν εισάγουμε τους μαθητές σε νέες γνωστικές περιοχές. Συνθετική μέθοδος: είναι η μέθοδος διδασκαλίας που αρχίζει από το γενικό (το όλο) και προχωρά στο μερικό, στο ειδικό, ακολουθεί δηλαδή κατεύθυνση αντίθετη από της επαγωγικής μεθόδου. Ερμηνευτική μέθοδος: είναι η μέθοδος της κατανόησης. Με αυτό εννοείται η εσωτερική κυρίως πρόσβαση και συνθετική κατανόηση των εννοιών και καταστάσεων. Με τη μέθοδο αυτή κινητοποιούνται κι άλλες δυνάμεις, όπως η φαντασία, η δημιουργικότητα, το συναίσθημα, η διαίσθηση και η βούληση. Η επαγωγική και η συνθετική είναι μέθοδοι επιστημών που ερμηνεύουν τον φυσικό κόσμο (θετικές επιστήμες), καθώς απευθύνονται -κυρίως- σε περιοχές γνώσης που 19

20 20 καθορίζονται από τον μηχανισμό αίτιο-αποτέλεσμα, ενώ η ερμηνευτική είναι μέθοδος ανθρωπιστικών επιστημών περισσότερο, καθώς απευθύνεται σε μια περιοχή κατανόησης, όπου τη σχέση και την τάξη των πραγμάτων την προσδιορίζει το σχήμα μέσα-σκοπός. Επιδεικτική πειραματική μέθοδος: χρησιμοποιείται ως μέθοδος διδασκαλίας όταν θέλουμε οι μαθητές μας να έχουν άμεση, αισθητηριακή και συγκεκριμένη αντίληψη του γνωστικού αντικειμένου που τους διδάσκουμε. Η μέθοδος αυτή προσφέρεται για τη διδασκαλία της φυσικής, της χημείας, της βιολογίας, της φυτολογίας-ζωολογίας, αλλά και της γεωγραφίας, της ιστορίας, και των εικαστικών και καλλιτεχνικών μαθημάτων. Η μέθοδος project (σχέδιο εργασίας). Πρόκειται για μέθοδο που βασίζεται στα αναδυόμενο ενδιαφέρον των μαθητών για ένα θέμα, και τους οδηγεί να αυτενεργήσουν, να συνεργαστούν αλλά και να δραστηριοποιηθούν ώστε να μάθουν περισσότερα πράγματα για το θέμα με το οποίο ασχολούνται και ερευνούν. Είναι μια σύγχρονη μεθοδολογική προσέγγιση, που χρησιμοποιεί το αξίωμα ότι η ενεργητική μάθηση είναι η πιο αποτελεσματική σε όλα τα στάδια της ζωής του ατόμου. Ως μέθοδος προσφέρεται για όλες τις επιστήμες, αρκεί να επιτρέπουν οι συνθήκες τη λειτουργία μιας τέτοιας προσέγγισης. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εκπονηθεί το Διαθεματικό Πρόγραμμα Σπουδών, με κατάλληλο υλικό που να επιτρέπει την προσέγγιση όλων των γνωστικών αντικειμένων μέσα από τη μέθοδο αυτή. Οι φάσεις της εξέλιξης ενός σχεδίου εργασίας είναι οι εξής: Α) Επιλογή του θέματος που θα διερευνηθεί Η επιλογή γίνεται με κριτήριο το ενδιαφέρον ή την επιθυμία που εκφράζεται από την πλειοψηφία των μαθητών. Οι μαθητές με τη τεχνική του καταιγισμού ιδεών σημειώνουν τι θέλουν να μάθουν για θέμα που έχουν επιλέξει. Οι μαθητές σε συνεργασία με τον συντονιστή καθηγητή κατηγοριοποιούν τις ιδέες τους και δημιουργούν το κεντρικό θέμα διερεύνησης και τα υποθέματα. Β) Προγραμματισμός των δραστηριοτήτων Οι μαθητές επιλέγουν με ποιο τρόπο θα «μάθουν» για τα θέματα τα οποία έχουν καταγράψει, άρα αποφασίζουν τις δραστηριότητες που θα πραγματοποιήσουν. Καταγράφονται ο σκοπός και οι επιμέρους στόχοι της κάθε δραστηριότητας. Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες ανάλογα με τις δραστηριότητες στις οποίες αποφασίζουν να συμμετάσχουν. Η κάθε ομάδα αποφασίζει για τα μέσα και τις τεχνικές που θα χρησιμοποιήσει (πείραμα, έρευνα βιβλιογραφική και στο διαδίκτυο, ερωτηματολόγια, συνέντευξη κλπ) Καταστρώνεται το σχέδιο για την υλοποίηση της δραστηριότητας και η ομάδα αποφασίζει από κοινού για ένα εφικτό χρονοδιάγραμμα. Γ) Διεξαγωγή των δραστηριοτήτων Οι ομάδες περνούν στη φάση της δράσης με βάση τις δραστηριότητες που έχουν αναλάβει, με τη στήριξη του συντονιστή καθηγητή. 20